διακοσμεῖ — διακοσμέω divide and marshal pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) διακοσμέω divide and marshal pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) διακοσμέω divide and marshal pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) διακοσμέω divide and… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
γαϊτανάς — ο 1. αυτός που πλέκει ή πουλά γαϊτάνια 2. αυτός που διακοσμεί τις άκρες υφασμάτων με γαϊτάνια 3. ειρων. ο δεκανέας … Dictionary of Greek
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
διακοσμητής — ο (θηλ. διακοσμήτρια, η) 1. αυτός που διακοσμεί 2. αυτός που έχει ως επάγγελμα τη διακόσμηση χώρων και πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Βράιλα] … Dictionary of Greek
εικονογράφος — ο (AM εἰκονογράφος) μσν. νεοελλ. αυτός που ζωγραφίζει εκκλησιαστικές εικόνες νεοελλ. αυτός που διακοσμεί έντυπα με εικόνες αρχ. προσωπογράφος … Dictionary of Greek
ιμάτιο — Το ένδυμα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πάνω από τον χιτώνα. Το ι. ήταν ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν όπως ήταν μετά την ύφανση, χωρίς να το ράψουν. Το φορούσαν συνήθως στους ώμους και κάλυπτε όλο το σώμα … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
λιθογλύφος — ο (Α λιθογλύφος) 1. ο λιθογλύπτης 2. τεχνίτης που διακοσμεί λίθους, συνήθως πολύτιμους, με γλυπτές παραστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + γλύφος (< γλύφω «λαξεύω»), πρβλ. ξυλο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek